Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρτίωι — ἀρτίῳ , ἄρτιος complete masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτίωση — η (Μ ἀρτίωσις) [αρτιώ] ο εξοπλισμός, η συμπλήρωση … Dictionary of Greek
αρτιώνω — (Μ ἀρτιῶ, όω) [άρτιος] τελειοποιώ … Dictionary of Greek